- ενδομήτριος
- -α, -ο1. που γίνεται ή αναπτύσσεται μέσα στη μήτρα: Ενδομήτρια κύηση.2. το ουδ. ως ουσ., ενδομήτριο ο εσωτερικός βλεννογόνος χιτώνας της μήτρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.